- τσίκνισμα
- τσίκνωμα τό пережаривание, подгорание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσίκνισμα — το, Ν [τσικνίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσικνίζω, τσίκνωμα … Dictionary of Greek
τσίκνισμα — το, ατος 1. το κάψιμο του κρέατος που μαγειρεύεται με λίγο υγρό. 2. το τσιγάρισμα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσίκνωμα — το, Ν [τσικνώνω] τσίκνισμα … Dictionary of Greek